χοιρίδια

χοιρίδια
χοιρίδιον
PMag. Leid.V.
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χοιρίδι' — χοιρίδια , χοιρίδιον PMag. Leid.V. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απογαλακτισμός — Η διακοπή της γαλουχίας στα βρέφη και γενικά στα θηλαστικά. Ο α. στα βρέφη αρχίζει όταν συμπληρώσουν τον τρίτο μήνα της ζωής τους και πραγματοποιείται με την αντικατάσταση ενός θηλασμού με ένα γεύμα γάλακτος. Βαθμιαία, τα γεύματα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτομία — Το σύνολο των χειρουργικών επεμβάσεων που εκτελούνται στα ζώα. Η ζ., που διέπεται σε πολλές χώρες από ορισμένες διατάξεις σχετικά με την αναισθησία και την ασηψία, έχει σκοπό να εξετάσει και να αποκόψει ειδικούς ιστούς και όργανα για τη μελέτη… …   Dictionary of Greek

  • λιπόθηλος — λιπόθηλος, ον (Μ) (για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν κατά τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η μητέρα τους από τη θηλή τού μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος τής θηλής τού μαστού, στερημένος τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(o) * + θηλος(< θηλή) …   Dictionary of Greek

  • μέγαρον — και μάγαρον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ μέγαρα και μάγαρα υπόγεια σπήλαια, ιερά τής Δήμητρος και τής Περσεφόνης, στα οποία κατέβαζαν νεογέννητα χοιρίδια σε μια ορισμένη ημέρα τών εορτών τών Θεσμοφορίων («καὶ ἐς τὰ μέγαρα καλούμενα ἀφιᾱσιν ὗς τῶν… …   Dictionary of Greek

  • μεγαρίζω — (Α) [Μέγαρα] 1. συμπεριφέρομαι ή σκέπτομαι όπως οι Μεγαρίτες, μιμούμαι τους Μεγαρίτες 2. μιλώ τη μεγαρική διάλεκτο 3. είμαι οπαδός τού Μεγαρικού φιλοσόφου Στίλπωνος 4. επισκέπτομαι τα μέγαρα, δηλ. τα υπόγεια ιερά σπήλαια τής Δήμητρος και τής… …   Dictionary of Greek

  • μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • χοιροφορώ — έω, ΜΑ (για τους ιερείς, κατά τα περίστια που τελούσαν στην Αθήνα) μεταφέρω χοιρίδια για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + φορῶ (< φορος*), πρβλ. ὁπλο φορώ] …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”